Ὀλύμπιος

Ὀλύμπιος
Ὀλύμπιος (-ιος, -ίοιο, -ίου, -ίῳ, -ιον; -ιοι, -ίων, -ίοισι, -ιοι.)
a of Olympos
I epith. of Zeus.

Ὀλύμπιος ἁγεμὼν O. 9.57

αἰέναον σέβοντι πατρὸς Ὀλυμπίοιο τιμάν O. 14.12

πρὸς Ὀλυμπίου Διός Pae. 6.1

b pl., Olympian gods

ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα O. 2.25

ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστό- ποσιν Πα. 21. 3, 11, 1, 2. δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν, θεοί fr. 75. 1. ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι fr. 96. 3.
b
I of (Zeus of) Olympia

βῶμον παρ' Ὀλύμπιον O. 10.101

II epith. of Zeus of Olympia.

τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος I. 2.27

εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς I. 6.8

c Olympian, of games held either in Athens or Cyrene. ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις (cf. Deubner, Att. Feste, 177) P. 9.101

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ὀλύμπιος — Olympian masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολύμπιος — α, ο (Α ὀλύμπιος και ιων. τ. οὐλύμπιος, ον) [Όλυμπος] 1. αυτός που αναφέρεται στον Όλυμπο ή στους θεούς τού Ολύμπου 2. (το αρσ.) προσωνυμία τού Διός («Ζεὺς πατὴρ ὀλύμπιος», Σοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που έχει επιβλητικότητα, θεϊκή αταραξία και… …   Dictionary of Greek

  • ολύμπιος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον Όλυμπο: Ολύμπιοι Θεοί. 2. ολύμπιος, ο επίθ. του θεού Δία. 3. μτφ., ο όλος μεγαλείο, δοξασμένος, υπέροχος, επιβλητικός, ατάραχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ολύμπιος, Γεωργάκης — (Λιβάδι, Όλυμπος 1772 – Μονή Σέκου, Μολδαβία 1821). Έλληνας αρματολός και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Ο. –το πραγματικό του επώνυμο ήταν Ταρταγκές– καταγόταν (από τη μητέρα του) από τη μεγάλη αρματολική οικογένεια των Λαζαίων και κοντά …   Dictionary of Greek

  • Γεωργάκης Ολύμπιος — Βλ. λ. Ολύμπιος, Γεωργάκης …   Dictionary of Greek

  • Νεμεσιανός Μάρκος, Αυρήλιος, Ολύμπιος — (3ος αι.).Ρωμαίος ποιητής, από την Καρχηδόνα. Έχουν διασωθεί τέσσερα βουκολικά ποιήματα του και ένα μισοτελειωμένο ποίημα από 325 εξάμετρους στίχους, τα Κυνηγετικά. Τα ποιήματά του ακολουθούν την παράδοση του Βιργίλιου …   Dictionary of Greek

  • Ὀλύμπιον — Ὀλύμπιος Olympian masc/fem acc sg Ὀλύμπιος Olympian neut nom/voc/acc sg Ὀλυμπιεῖον temple of Olympian Zeus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυμπίοιο — Ὀλύμπιος Olympian masc/fem/neut gen sg (epic) Ὀλυμπιεῖον temple of Olympian Zeus neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυμπίου — Ὀλύμπιος Olympian masc/fem/neut gen sg Ὀλυμπίας the WNW. wind masc gen sg Ὀλυμπιεῖον temple of Olympian Zeus neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυμπίους — Ὀλύμπιος Olympian masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυμπίῳ — Ὀλύμπιος Olympian masc/fem/neut dat sg Ὀλυμπιεῖον temple of Olympian Zeus neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”